Η Κρανιά ή και κρανειά (επιστημονική ονομασία Cornus)

kranaΗ αφορμή για το άρθρο αυτό ήταν ότι σύμφωνα με κάποιες εικασίες το παλιό όνομα του χωριού μας Μπρένιστα μπορεί να προέρχεται από το σλαβικό (Ντρέν) που έλεγαν την κρανιά και στο χωριό μας υπήρχαν αρκετές,δάσος από κρανιές.Μια δεύτερη αιτία ήταν όταν είδα την Κυριακή στην Έδεσσα να πουλάνε κεσεδάκια με κράνα από καλλιέργεια της κρανιάς στα μέρη εκεί της Πέλλας και να έχουν μεγάλη ζήτηση από ότι είδα και συζήτησα με ένα παραγωγό προσωπικά.

Η κρανιά αναφέρεται πρώτη φορά από τον Όμηρο στην Οδύσσεια, όπου η Κίρκη τάισε με καρπούς κρανιάς τον Οδυσσέα και το πλήρωμά του, για να τους μετατρέψει σε γουρούνια. Ο Παυσανίας αναφέρει ότι ο Δούρειος Ίππος φτιάχτηκε από ξύλο κρανιάς. Σύμφωνα με τον Θεόφραστο, το ξύλο της κρανιάς ήταν τόσο σκληρό όσο το κόκκαλο και χρησιμοποιήθηκε για να φτιαχτούν ακόντια. Σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, τα τόξα των Λυκίων ήταν φτιαγμένα από ξύλο κρανιάς.

Είναι φυλλοβόλο δέντρο (και θάμνος). Χαρακτηρίζεται από πυκνό φύλλωμα. Τα άνθη της είναι κίτρινα με τέσσερα πέταλα και οι καρποί της σφαιρικοί με έντονο κόκκινο χρώμα και ξινή γεύση – ονομάζονται κράνα. Η περίοδος ανθοφορίας της είναι νωρίς την άνοιξη ενώ η περίοδος καρποφορίας της είναι τους φθινοπωρινούς μήνες, Οκτώβριο και Νοέμβριο. Τα φύλλα της είναι λογχοειδή με μικρή διαφορά στο χρώμα της εσωτερικής από την εξωτερική όψη. Είναι ιδιαίτερα διαδεδομένο φυτό στην Ευρώπη.

Σε μελέτη που πραγματοποιήθηκε στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης διαπιστώνεται πως τα κράνα είναι σημαντικής διατροφικής αξίας, καθώς είναι πλούσια σε αντιοξειδωτικά και η ολική αντιοξειδωτική τους ικανότητα είναι υψηλότερη από κάθε άλλο φρούτο με το οποίο συγκρίθηκαν.

Συγκεκριμένα, εξετάστηκαν ελληνικές ποικιλίες κρανιάς που ήδη καλλιεργούνται και έγινε σύγκριση με 62 ποικιλίες από 17 είδη οπωροφόρων με τη μέθοδο ΕΚΛΡ. Όπως προέκυψε, η αντιοξειδωτική ικανότητα των διαφόρων ειδών που μελετήθηκαν με φθίνουσα σειρά ήταν: κράνα, τζίτζιφα, κεράσια, κόκκινα σταφύλια, βατόμουρα, αχλάδια, λωτοί, δαμάσκηνα, ροδάκινα, λευκά σταφύλια, ρόδια, μήλα, νεκταρίνια, ακτινίδια, κυδώνια, σύκα, βερίκοκα. Διαφοροποιήσεις βρέθηκαν και μεταξύ ποικιλιών του κάθε είδους.

Έρευνες απέδειξαν ότι τα κράνα ή κράνμπερι έχουν υψηλή περιεκτικότητα σε φλαβονοειδή, ανθοκυάνες και φαινολικά παράγωγα. Σε άλλες εργαστηριακές έρευνες βρέθηκε μεγάλη περιεκτικότητα σε σίδηρο (Fe) αλλά και βιταμίνη C (103 mg/100 g), καθώς και υψηλή περιεκτικότητα σε ασκορβικό οξύ (4873 mg/100 g, περισσότερο από φράουλες, πορτοκάλια και ακτινίδια), καροτίνη και τανίνες. Λόγω των περιεχομένων τανινών έχει, επίσης, στυπτικές ιδιότητες. Πρώτος ο Διοσκουρίδης μας δίνει μία από τις πρώτες αναφορές στην φαρμακευτική χρήση της κρανιάς , προτείνοντας θεραπεία για τη δυσεντερία και τις γαστρεντερικές διαταραχές με κράνα που είχαν τοποθετηθεί σε άλμη.

Οι γνώσεις γύρω από τη χρήση των κράνων στην παραδοσιακή θεραπευτική, πέρασαν από γενιά σε γενιά και εφαρμόζονται μέχρι και σήμερα στην πράξη με επιτυχία. Χρησιμοποιούνται λοιπόν στις μέρες μας κατά της διάρροιας και των εντερικών παθήσεων, λόγω της στυπτικότητας τους που οφείλεται στις τανίνες. Ο φλοιός, οι βλαστοί και οι ρίζες, χρησιμοποιούνται ως αντιπυρετικά. Στις ορεινές περιοχές της χώρας μας, τα κράνα επίσης χρησιμοποιούνται κατά των καρδιακών παθήσεων , κατά του κοιλόπονου και των πόνων περιόδου, σε στομαχικές και εντερικές διαταραχές, ως χωνευτικό και ως τονωτικό κατά τη διάρκεια εργασίας.

Στα ορεινά χωριά των Πιερίων, οι κάτοικοι χρησιμοποιούν ακόμη και σήμερα σαν φάρμακο ένα είδος τοπικού λικέρ από κράνα. Μαζεύουν τα κράνα στα τέλη Αυγούστου, τα τοποθετούν σε βάζο με ζάχαρη, κονιάκ, γαρύφαλλα και κανέλλα, και τον Οκτώβριο το μαζεύουν, το σουρώνουν και παίρνουν το λικέρ. Έπειτα το αποθηκεύουν και πίνουν μισό ποτηράκι από το λικέρ σε πόνους στομαχιού, κοιλιάς, πόνους περιόδου και κολικούς εντέρου. Ενδιαφέρον παρουσιάζουν και οι πληροφορίες για τη χρήση της κρανιάς που προέρχονται από τα χωριά της Δυτικής Μακεδονίας στη περιοχή της Καστοριάς. Οι κάτοικοι εκεί μαζεύανε τα κράνα και ξεραίνανε τα κουκούτσια τους στη ντουλάπα.

Όταν είχαν πόνους στη μέση, ή πέτρα στο νεφρό, έβραζαν τα κουκούτσια σε νερό και πίνανε μισό ποτηράκι κάθε βράδυ. Επίσης, όταν είχανε «καρναβίτσες» ή αλλιώς μυρμηγκίες όπως τις ονομάζουμε σήμερα, έκαιγαν τα κλαδιά της κρανιάς, έπαιρναν τη στάχτη, την αραίωναν σε νερό και την τοποθετούσαν επάνω στη μυρμηγκία. Σύμφωνα με τις μαρτυρίες τους μετά από τη διαδικασία αυτή οι μυρμηγκίες εξαφανίζονταν.

Το γερό ξύλο της κρανιάς την καθιστά ιδιαίτερα χρήσιμη για την κατασκευή διαφόρων μικροαντικειμένων και εργαλείων. Τα πιο γερά γκλιτσόξυλα των τσοπάνων μέχρι και σήμερα, γίνονται από νεαρούς βλαστούς κρανιάς. Κρανίσιες βέργες χρησιμοποιούσαν και οι δάσκαλοι παλαιότερα για το εκπαιδευτικό τους έργο.

Από το φλοιό της κρανιάς παραλαμβάνουμε κόκκινη βαφή, με την οποία στο παρελθόν έβαφαν δέρματα, ενώ με το βράσιμο των καρπών έβαφαν τα αυγά. Παραδοσιακά, τα κράνα χρησιμοποιούνται για την παρασκευή ποτών, μαρμελάδας και γλυκών. Πολύ γνωστό είναι και το παραδοσιακό λικέρ κράνου το οποίο το φτιάχνουν οι γυναίκες σε πολλά χωριά της Ελλάδας, με πρώτη ύλη τσίπουρο ή κονιάκ.

Μήπως είναι καιρός να κοιτάξουμε κι εδώ κάποια στιγμή την συστηματική καλλιέργεια της κρανιάς; Μέχρι τότε ας μαζεύουμε κράνα από τα δέντρα που είναι αυτοφυή γύρω μας να τα βάλουμε στην διατροφή μας και θα δούμε θαύματα στην διατροφή μας.

Πληροφορίες άρθρου από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια.